- μάραον
- μάραον, τό, or [full] μάραος, ὁ,A = πίτταξις, Eust.1657.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μάραον — μάραον, τὸ, ή μάραος, ὁ (Α) ο καρπός τής κρανιάς, η πίτταξις* … Dictionary of Greek
μάραον — neut nom/voc/acc sg μάραος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρόνι — και μαρόν, το κάστανο, συνήθως ζαχαρόπηκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. marrone πιθ. < μάραον «καρπός τής κρανιάς»] … Dictionary of Greek